ἀπολικμάω

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολικμάω: λιχνίζω, μεταφ., διασκορπίζω, πολέμοις ἀπολικμῶν Νικήτ. Χων. Χρον. 394D.

Spanish (DGE)

aventar, fig. expulsar en v. pas. τῆς ἐκκλησίας Amph.Exerc.28.