ἀπονυστακτέον
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονυστακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ «παίρνῃ» ὕπνον, ἐπεγερτικῶς οὖν ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. 218.
Spanish (DGE)
hay que dormir Clem.Al.Paed.2.9.79.
ἀπονυστακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ «παίρνῃ» ὕπνον, ἐπεγερτικῶς οὖν ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. 218.
hay que dormir Clem.Al.Paed.2.9.79.