ἀποσπασμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀπόσπασμα, little fragment, Cic.Att.2.1.3.
Spanish (DGE)
-ου, τό fragmento pequeño Cic.Att.21.3.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπασμάτιον: τὸ ὑποκορ. = ἀπόσπασμα, τεμάχιον μικρόν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 1, 3.