ἀρχαιόομαι

English (LSJ)

become ancient, ἐξ ἀρχαιωθέντος καὶ ἀμνημονεύτου χρόνου POxy.1915.5, al. (vi A.D.).

Spanish (DGE)

hacerse antiguo ἐξ ἀρχαιωθέντος καὶ ἀμνημονεύτου χρόνου POxy.1915.5, 15 (VI d.C.), abs. ἐξ ἀρχαιωθέντος POxy.1915.7, 8, 11.