ἀρχιπρεσβευτής

English (LSJ)

ἀρχιπρεσβευτοῦ, ὁ, chief ambassador, D.S.14.25, Str.17.1.11, SIG810.20 (Rhodes, i A. D.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
primer embajador, presidente de delegación D.S.14.25, Str.17.1.11, SIG 810.20 (Rodas I d.C.), AfP 2.1902.567.n.132.3.

German (Pape)

[Seite 366] ὁ, erster Gesandter, princeps lega – tionis, D. Sic. 14, 25; Strab.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχιπρεσβευτής: οῦ ὁ глава посольства Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιπρεσβευτής: -οῦ, ὁ πρῶτος τῶν πρεσβευτῶν, Διόδ. 14. 53, Συλλ. Ἐπιγρ. 4347.

Greek Monolingual

ἀρχιπρεσβευτής, ο (Α)
ο πρώτος ανάμεσα στους πρεσβευτές, ο επικεφαλής μιας πρεσβείας.