ἀτμώδης

English (LSJ)

ἀτμῶδες, = ἀτμιδώδης (vaporous, full of vapour, full of vapor), Arist.Mu.394a14, Thphr. CP 3.16.4. Adv. ἀτμωδῶς = as vapour Gal.Nat.Fac.3.7.

Spanish (DGE)

-ες
1 en forma de vapor ἀναθυμιάσεις ... ἡ δὲ νοτερὰ καὶ ἀ. Arist.Mu.394a14, cf. Arat.Comm.p.126.19, Thphr.CP 3.16.4, Gal.17(2).649, Sch.Hes.Th.276G.
2 adv. ἀτμωδῶς = en forma de vapor ὥσθ' ἕλκει τῶν σιτίων ὅσον χρηστότατον ἀ. Gal.2.161.

German (Pape)

[Seite 387] = ἀτμιδώδης, Arist. mund. 4, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἀτμώδης: Arst., Plut. = ἀτμιδώδης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμώδης: -ες, (εἶδος), ὁ περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 2· ὁ περιέχων ἰκμάδα, ἔνικμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 16, 4, πρβλ. ἀτμιδώδης.

Greek Monolingual

ἀτμώδης, -ες) ατμός
αυτός που περιέχει ατμό ή είναι όμοιος με ατμό.