ἀφορκίζω

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορκίζω: ἐξορκίζω, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατικαν. Χειρογρ. ἐν Κυρίλλ. 496C.

Spanish (DGE)

exorcizar contra un tumor maligno IGCh.210 ter 69 (Amorgos, crist.).