ἐγκατασκάπτω

English (LSJ)

demolish, Tz.H.1.787.

Spanish (DGE)

devastar, arrasar ταύτην (τὴν Ῥώμην) Tz.H.1.790.

Greek Monolingual

ἐγκατασκάπτω (AM)
κατασκάπτω τελείως, καταστρέφω.