ἐγκλυδαστικός

English (LSJ)

ἐγκλυδαστική, ἐγκλυδαστικόν, gurgling, 'splashy', Hp.Acut.62.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que produce encharcamiento ὕδωρ Hp.Acut.62.

German (Pape)

[Seite 708] ή, όν, darin, im Innern wogend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλῠδαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ ἐντός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Greek Monolingual

ἐγκλυδαστικός, -ή, -όν (Α)
(για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό.