ἐγκυοφορέω

Spanish (DGE)

llevar en el interior, en el seno ὅταν τὰ φυτὰ τοὺς καρποὺς ἐγκυοφοροῦσιν καὶ ἀνθοῦσιν Steph.in Hp.Aph.2.86.7
fig., en v. med.-pas. germinar ὁ ἐπουράνιος λόγος ἐγκυοφορεῖται ἐν σοί Phys.63b.