ἐγρηγόρσιος
English (LSJ)
ἐγρηγόρσιον, keeping awake, Pherecr.208.
Spanish (DGE)
-ον
que despierta, que espabila de la borrachera, Pherecr.237.
German (Pape)
[Seite 712] munter, wach erhaltend, E. M. 312, 19 aus Pherecr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρηγόρσιος: -ον, «ἐγρηγόρσιον, τὸ ποιοῦν ἐγρηγορέναι εἴτε βρῶμα εἴτε ἄλλο τι τοιοῦτον. Φερεκράτης ἐγρηγόρσιον, τουτέστι παυσινύσταλον» Ἐτυμ. Μ. 312. 18 (Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 9).