ἐκκάρπωσις

German (Pape)

[Seite 762] ἡ, Benutzung, Genuß.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
aprovechamiento, beneficio τῆς ἐκκαρπώσεως τῶν χρημάτων αἰτιᾶται τοὺς πρέσβεις Sch.D.24.10.