ἐκνοτίζω

English (LSJ)

drip, Hsch. s.v. ἀπολείβραξαι.

Spanish (DGE)

gotear, destilar Hsch.s.u. ἀπολιβάξαι.

Greek Monolingual

ἐκνοτίζω (Α)
στάζω.