ἐκσπινθηρίζομαι

Spanish (DGE)

chisporrotear, echar chispas ἐκσπινθηρίζεται κεραυνὸς ... πρὸς ἐπιστροφὴν τῶν ἁμαρτανόντων Iul.Ar.273.10.