ἐναλίσκομαι

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰλίσκομαι Medium diacritics: ἐναλίσκομαι Low diacritics: εναλίσκομαι Capitals: ΕΝΑΛΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: enalískomai Transliteration B: enaliskomai Transliteration C: enaliskomai Beta Code: e)nali/skomai

English (LSJ)

to be convicted in, ᾠκοδόμηται τὰ δικαστήρια τοῖς πονηροῖς -ίσκεσθαι Lib.Decl.16.28; ἐναλόντα· συλληφθέντα, κρατηθέντα, Hsch.

Greek Monolingual

ἐναλίσκομαι (Α)
καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής.