ἐξεκέχυντο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Moy. épq. de ἐκχέω.

Greek Monotonic

ἐξεκέχυντο: γʹ πληθ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκχέω.