ἐξηπιαλόομαι
English (LSJ)
Pass., change into an ἠπίαλος, Hp.Judic.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηπιᾰλόομαι: μεταβάλλομαι εἰς ἠπίαλον, Ἱππ. περὶ Κρίσεων 53. 17.
Pass., change into an ἠπίαλος, Hp.Judic.11.
ἐξηπιᾰλόομαι: μεταβάλλομαι εἰς ἠπίαλον, Ἱππ. περὶ Κρίσεων 53. 17.