ἐπίστᾳ

English (LSJ)

for ἐπίστασαι, 2sg. of ἐπίσταμαι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. ind. de ἐπίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστᾳ: Aesch., Pind. (= ἐπίστασαι) 2 л. sing. praes. ind. к ἐπίσταμαι I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστᾳ: ἀντὶ ἐπίστασαι, β΄ ἑνικ. τοῦ ἐπίσταμαι, Πίνδ., Αἰσχύλ.

Greek Monotonic

ἐπίστᾳ: αντί ἐπίστασαι, βʹ ενικ. του ἐπίσταμαι.