ἐπενήνεον

English (LSJ)

impf. of ἐπινηνέω (q.v.).

French (Bailly abrégé)

impf. poét. de ἐπινηνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενήνεον: παρατ. τοῦ ἐπινηνέω, Ἰλ. Η. 428, 431.

English (Autenrieth)

see ἐπινηνέω.

Greek Monotonic

ἐπενήνεον: παρατ. του ἐπινηνέω.