ἐπιθυμητικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός être désireux de qch.
Étymologie: ἐπιθυμητικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθυμητικῶς: испытывая влечение: ἐ. ἔχειν τινός Plat. желать чего-л.