ἐπικατακαίω

English (LSJ)

burn over, τοῖς ἀποθανοῦσιν ἱερά Lib.Decl.13.59.

German (Pape)

[Seite 946] (s. καίω), noch dazu verbrennen, Liban.

Greek Monolingual

ἐπικατακαίω (Α)
κατακαίω, καίω πάνω σε κάτι.