ἐπιτραπεζίδιος

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρᾰπεζίδιος Medium diacritics: ἐπιτραπεζίδιος Low diacritics: επιτραπεζίδιος Capitals: ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epitrapezídios Transliteration B: epitrapezidios Transliteration C: epitrapezidios Beta Code: e)pitrapezi/dios

English (LSJ)

ὁ παράσιτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 995] = Folgdm, Hesych. erkl. παράσιτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρᾰπεζίδιος: -ον, «ὁ παράσιτος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπιτραπεζίδιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ παράσιτος».