ἑδρίτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, suppliant sitting on the hearth, Suid., EM316.53 (-ηστής Zonar.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἐδρ- Zonar.p.612
suplicante St.Byz.s.u. ἕδρα, ref. esclavos fugitivos, Sud., EM 316.52G., Zonar.l.c.

German (Pape)

[Seite 717] ὁ, = ἱκάτης, der auf dem Heerde sitzt, E. M. 316, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδρίτης: ῑ, ὁ, ἱκέτης, ἀπὸ τοῦ καταφεύγειν ἐπὶ τὴν ἑστίαν, Σουΐδ., Στ. Βυζ., Ζωναρ., Κύριλλ., πρβλ. ἱκέτης.