ἑλλεβορίτης

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος wine
A flavoured with hellebore, Dsc.5.72.
II ἑλλεβορ-ίτης, ου, ὁ,= κενταύρειον μικρόν, Ps.-Dsc.3.7.

German (Pape)

[Seite 800] οἶνος, mit Nieswurz abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλλεβορίτης: οἶνος, παρεσκευασμένος δι’ ἑλλεβόρου, Διοσκ. 5. 82.