ἑτοιμοπαθής

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοπαθής: -ές, εὐαίσθητος, ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν Νικήτ. Εὐγ. 6. 132.