ἔγκιρρος

English (LSJ)

ἔγκιρρον, pale-yellow, Dsc.1.13.

Spanish (DGE)

-ον
flavo, anaranjado, amarillento (κασσία) Dsc.1.13, cf. Orib.11.κ.7, α.16, ἔχον ἔγκιρρον τὴν πελιδνότητα del χάλκανθος Sch.Nic.Th.257b.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκιρρος: -ον, ὠχρός, Διοσκ. 1. 12.

German (Pape)

blaßgelb, Diosc.