ἔναγρος

English (LSJ)

ἔπαγρος, Hsch.
II epithet of Apollo at Siphnos, Id.

Spanish (DGE)

-ον
prob. cazador ἐ.· ἔπαγρος Hsch., epít. de Apolo en Sifnos, Hsch.

Greek Monolingual

ἔναγρος, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους αγρούς
2. επίθ. του Απόλλωνος στη Σίφνο.