τό, half-σίκλος, J.AJ7.13.1: ἡμισίκλιον, Hsch.
ἡμίσικλον: τό, ἥμισυς σίκλος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 13, 1· - σίκλιον, Ἡσύχ.
ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α)μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σίκλος «μονάδα βάρους - νομισματική μονάδα»].
τό, halber σίκλος, Jos.