ἡμεροδρόμης

English (LSJ)

Dor. (?) ἡμεροδρόμας, ου, ὁ, long-distance runner, courier, messenger, Hdt.6.105, SIG303 (Olympia, iv B.C.).

Greek Monolingual

ἡμεροδρόμης, δωρ. τ. ἡμεροδρόμας, ὁ (Α)
ο ημεροδρόμος.