ἡμιονίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, mule-dung, Hp. Nat. Mul. 90.
German (Pape)
[Seite 1169] ίδος, ἡ, Mauleselmist, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιονίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ἡμιόνου, ὡς τὸ ἡμιονεία, Ἱππ. 583. 28˙ πρβλ. ὀνίς.
-ίδος, ἡ, mule-dung, Hp. Nat. Mul. 90.
[Seite 1169] ίδος, ἡ, Mauleselmist, Hippocr.
ἡμιονίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ἡμιόνου, ὡς τὸ ἡμιονεία, Ἱππ. 583. 28˙ πρβλ. ὀνίς.