[Seite 1169] ἡ, Lähmung an der einen Seite, Sp.
ἡμιπληξία: ἡ, κτύπημα εἰς τὴν μίαν πλευράν, εἶδος παραλύσεως, ἡμιπληγία, Θεόδωρ. Πρόδρ. 8. σ. 373.
η (Μ ἡμιπληξία) ημιπλήξημιπληγία.