Ἠριδανός
English (LSJ)
ὁ, Eridanus, a legendary river, Hes.Th.338, Hdt.3.115; later identified with the Po, E.Hipp.737 (lyr.), etc.
II a river in Attica, Call.Fr.100e, Paus.1.19.5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
Éridan :
1 fl. descendant des monts Rhipées, confondu postér. avec le Pô;
2 fl. d'Attique, traversant le Céramique.
Étymologie: DELG -.
Russian (Dvoretsky)
Ἠρῐδᾰνός: ὁ Эридан
1 баснословная река, якобы берущая начало в Рапейских горах и впадающая в Океан на крайнем западе Европы Hes., Her.;
2 река Пад, ныне По Eur., Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
Ἠρῐδᾰνός: ὁ, ποταμὸς διάσημος ἐν τοῖς παλαιοῖς μύθοις, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θ. 338· περὶ οὗ λέγεται ὅτι χύνεται εἰς τὸν Ὠκεανόν, κατὰ τὸ δυσμικώτατον μέρος τῆς Εὐρώπης, Ἡρόδ. 3. 115. Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐξέλαβον αὐτὸν ὡς παριστάνοντα τὸν ποταμὸν Πάδον ὡς κατὰ πρῶτον ἐν Εὐρ. Ἱππ. 737· ἕτεροι ἐννοοῦσι τὸν Ροδανὸν ἢ τὸν Ρῆνον, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ποταμὸς ἐν Ἀττικῇ, Στράβων 397, Παυσ. 1. 19, 6.
Greek Monotonic
Ἠρῐδᾰνός: ὁ, ο Ηριδανός, θρυλικό ποτάμι διάσημο στους παλαιούς μύθους, για το οποίο λεγόταν ότι χύνεται στον Ωκεανό, στο δυτικότερο μέρος της Ευρώπης, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· άλλοι μεταγεν. συγγραφείς θεωρούσαν ότι δήλωνε τον ποταμό Πάδο (όπως ο Ευρ.), ενώ άλλοι το Ροδανό ή το Ρήνο (όπως πιθανόν ο Ηρόδ.).
Middle Liddell
Ἠρῐδᾰνός, ὁ,
Eridanus, a river famous in legends, Hes., Hdt.: later authors mostly took it for the Po, as Eur.; others for the Rhone or Rhine, as perhaps in Hdt.