ἰθύ
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
v. ἰθύς.
Greek Monotonic
ἰθύ: ως επίρρ. του ἰθύς, βλ. ἰθύς II.
Russian (Dvoretsky)
ἰθύ:
I (ῑθῠ) n к ἰθύς I.
II adv. (тж. πρὸς ἰ. Hom.) прямо, напрямик: ἰ. βέλος πέτεται Hom. копье летит прямо; κατ᾽ ἰθύ (или κατιθύ) Her. прямо напротив, лицом к лицу.
III praep. cum gen. прямо к (в): ἰ. του Ἴστρου Her. прямо к Истру.