ἱερογλύφος
English (LSJ)
ὁ, carver of hieroglyphics, UPZ 81 iv 2 (ii BC), POxy. 1029 (ii AD), Sammelb. 3570 (Fayûm), Ptol. Tetr. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερογλύφος: ῠ, ὁ, ὁ χαράττων ἱερογλυφικά, Ἐπιγραφ. Αἰγυπτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4716d, 19, πρβλ. Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 251.
German (Pape)
ὁ, der Hieroglyphen eingräbt, Procl.