ἱματιοκλέπτης
English (LSJ)
ἱματιοκλέπτου, ὁ clothes-stealer, D.L.6.52.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, Kleiderdieb, D. L. 6, 52.
Russian (Dvoretsky)
ἱμᾰτιοκλέπτης: ου (ῑμ) ὁ вор, крадущий одежду Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτιοκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων ἱμάτια, Διογ. Λ. 6. 52.
Greek Monolingual
ἱματιοκλέπτης, ὁ (Α)
αυτός που κλέβει ιμάτια.