ἱματιοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, keeper of the wardrobe, LXX 4 Ki.22.14:—in form εἱματοφύλαξ, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1253] ακος, ὁ, Kleiderwächter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτιοφύλαξ: ὁ, ἡ, φύλαξ, ἐπιμελητὴς τῶν ἱματίων, Ἐπιφάν. Ι. σ. 459Β, κλ.

Greek Monolingual

ἱματιοφύλαξ, -ακος ὁ (ΑΜ)
μσν.
φύλακας και επιμελητής τών στολών του αυτοκράτορα
αρχ.
(κυρίως στον ναό) φύλακας και επιμελητής ιματίων.