ἱροργίη

English (LSJ)

v. ἱερουργία.

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, ion. = ἱερουργία, Her. 5, 83.

Greek Monolingual

ἱροργίη, ἡ (Α)
ιων. τ. του ιερουργία.