ὀβολοστατήρ
English (LSJ)
ὀβολοστατῆρος, ὁ, = ὀβολοστάτης (weigher of obols, petty usurer), Hdn. Gr. 1.48.
Greek Monolingual
ὀβολοοτατήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
οβολοστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στατήρ.
ὀβολοστατῆρος, ὁ, = ὀβολοστάτης (weigher of obols, petty usurer), Hdn. Gr. 1.48.
ὀβολοοτατήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
οβολοστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στατήρ.