ὀμματογράφος
English (LSJ)
[γρᾰ], ον, painting or staining the eyes, στίμμις Ion Trag.25.
German (Pape)
[Seite 332] die Augen bemalend, färbend, Ion bei Poll. 5, 101.
Greek Monolingual
ὀμματογράφος, -ον (Α)
(για καλλυντική ύλη) αυτός με τον οποίο χρωματίζουν τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -γράφος].