ὄληται, v. ὄλλυμι.
2ᵉ sg. sbj. ao.2 Moy. poét. de ὄλλυμι.
ὄληαι: эп. 2 л. sing. aor. 2 conjct. med. к ὄλλυμι.
ὄληαι: ὄληται, ἴδε ἐν λέξ. ὄλλυμι.
ὄληαι: Επικ. βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι.