Ὀβριάρεως

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, Hes. Th.617,734; v. Βριάρεως.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀβριάρεως: ὁ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 617· ἴδε Βριάρεως.