ὑμνοποιέομαι
English (LSJ)
sing hymns of praise, Sm. Ps. 55 (56).11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνοποιέομαι: ἀποθ., ποιῶ καὶ ᾄδω ὕμνους, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΝΕ΄, 11.
sing hymns of praise, Sm. Ps. 55 (56).11.
ὑμνοποιέομαι: ἀποθ., ποιῶ καὶ ᾄδω ὕμνους, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΝΕ΄, 11.