ὑψηλόλοφον, v. ὑψίλοφος.
ὑψηλόλοφος: -ον, ἴδε ὑψήλοφος.
-ον, Αὑψίλοφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + λόφος.
s. ὑψήλοφος.