ὑψηλόλοφος

English (LSJ)

ὑψηλόλοφον, v. ὑψίλοφος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόλοφος: -ον, ἴδε ὑψήλοφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ὑψίλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + λόφος.

German (Pape)

s. ὑψήλοφος.