ὦρσα

Greek Monotonic

ὦρσα: αόρ. αʹ του ὄρνυμι· ὦρτο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

ὦρσα: aor. 1 к ὄρνυμι.