dedo meñique
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Spanish > Greek
δακτύλιον, δακτυλίς, δακτυλίδιον, μύωψ, κασκός, σμικρὸς δάκτυλος, βραχύτατος δάκτυλος