ματριμόνιο

From LSJ
(Redirected from matrimónio)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

το ο γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. matrimonio].