ματριμόνιο
From LSJ
(Redirected from matrimónio)
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
το ο γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. matrimonio].
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
το ο γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. matrimonio].