δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
μεμόρια: ἡ, τὸ Λατ. Memoria = ἡ μνήμη, οὐέτερεμ μεμόριαμ veterem memoriam, «ὅπερ ἐστί, παλαιὰν μνήμην» Πλουτ. Νουμ. 13.
μεμόρια, ἡ (Α)η μνήμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. memoria «μνήμη»].