ποσέ

From LSJ
(Redirected from posé)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

Ν
άκλ. φρ. «αβγά ποσέ» — τηγανητά αβγά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. poche(e), μτχ. του ρ. pocher (για μάτια) «μωλωπίζω»].