Ατλαγενής

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

Ἀτλαγενής, -ές (Α)
φρ. «Πλειάδων Ἀτλαγενέων» — των Πλειάδων που γεννήθηκαν από τον Άτλαντα.